Δεν διαβάσαμε το «Τρώγοντας ζώα» σαν βιβλίο λογοτεχνίας, αν και ο συγγραφέας του εκμεταλλεύεται τη «μοντερνιστική» του πρόζα και διάφορα γραφιστικά «τρυκ» ανάμεσα στα κεφάλαια [ας πούμε, όταν τυπώνει ένα παραλληλόγραμμο πάνω στη σελίδα που αντιστοιχεί στον πραγματικό χώρο που διαθέτει ένα βιομηχανικά εκτρεφόμενο κοτόπουλο] για να γίνει το κείμενό του πιο ευπρόσιτο. Δεν διαβάσαμε το βιβλίο σαν μια αντιπαραβολή «αφιλτράριστων» [τουλάχιστον επιφανειακά] δηλώσεων ανθρώπων που δουλεύουν στην βιομηχανία παραγωγής κρέατος για ανθρώπινη κατανάλωση, προσφέροντας την προσωπική τους οπτική και δίνοντας την αίσθηση του «ντοκουμέντου».
Διαβάσαμε το «Τρώγοντας ζώα» σαν μια μελετημένη αναφορά στην κρεοφαγία και στους τρόπους μαζικής βιομηχανικής παραγωγής των ζώων που φτάνουν στο πιάτο μας. Αναρωτηθήκαμε αν η κατάσταση που περιγράφεται στο βιβλίο ισχύει και στην Ελλάδα. Σκεφτήκαμε ότι επειδή, πρώτον, στην Ελλάδα έχουμε πολλά αμνοερίφια και λίγες αγελάδες, και, δεύτερον δεν έχουμε υποδομές για τέτοιας κλίμακας μαζική παραγωγή, ίσως τα ζώα που εκτρέφονται εδώ δεν ζουν μια τόσο βασανιστική ζωή όσο στις ΗΠΑ ούτε έχουν έναν τόσο βασανιστικό θάνατο. Βέβαια, αν η κατανάλωση κρέατος στην Ελλάδα ίσως είναι πιο «ασφαλής» απ’ ότι σε άλλες πιο ανεπτυγμένες [σε βιομηχανία] χώρες, τα προϊόντα γεωργικής παραγωγής ίσως δεν είναι, δεδομένου ότι είναι πολύ εκτεταμένη τόσο η χρήση φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων κτλ, όσο και η μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα σε πολλές περιοχές της χώρας… Εξ άλλου η χρήση μεταλλαγμένων σπόρων συνιστά άλλον έναν παράγοντα «ανησυχίας» - αν όχι άμεσα, για το στομάχι μας, αλλά μακροπρόθεσμα, για τη συμπεριφορά των οικοσυστημάτων. Σε αυτό το σημείο θίξαμε και το σοβαρό ζήτημα (ηθικής τάξης) της «οικειότητας»: όσο πιο οικείο είναι ένα είδος προς τον άνθρωπο [και τα θηλαστικά ζώα, ας πούμε, μας είναι πιο οικεία από τα ψάρια, ή πολύ περισσότερο από τα φυτά] τόσο περισσότερο τείνουμε να νοιαζόμαστε για την ευημερία του [μας νοιάζουν τα θηλαστικά (κυρίως τα οικόσιτα ζώα συντροφιάς…) παρά τα ψάρια ή των φυτά, κ.ο.κ.]
Το ζήτημα της ηθικής στάσης του καταναλωτή που γνωρίζει πώς παράγεται και από πού προέρχεται το φαγητό του ήταν βασικό θέμα στη συζήτησή μας – αυτό άλλωστε επιδιώκει και ο συγγραφέας. Συζητήσαμε το πόσο ελέγχουμε τι τρώμε, το θέμα της πιστοποίησης των τροφίμων που αγοράζουμε, τα με «βιολογικό» τρόπο παραγόμενα ζώα [που, σύμφωνα με το βιβλίο, δεν απέχουν πολύ από τα μη βιολογικά… όχι μόνο όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσής τους, αλλά και όσον αφορά τον οργανισμό τους, αφού και τα «βιολογικά» ζώα έχουν υποστεί γενετική μετατροπή, ώστε να δίνουν μεγάλους μύες και μικρά και εύθραυστα κόκκαλα…].
Συμφωνήσαμε ότι η στάση μας, ως καταναλωτές, δεν [μπορεί να] είναι ίδια πριν και αφού γνωρίσουμε τις μεθόδους βιομηχανοποιημένης εκτροφής, ωστόσο, από την άλλη, η ευθύνη των θεσμών και των αγορών, που όχι μόνο επιτρέπουν αλλά και προάγουν αυτούς τους τύπους εκμετάλλευσης των ζώων, δεν μπορεί να μεταφέρεται στον τελικό καταναλωτή (βέβαια, εμείς έχουμε οπωσδήποτε την ευθύνη της υπερκατανάλωσης και της πολυφαγίας, που είναι ένα θέμα πολύ ευρύτερο της κρεοφαγίας…) Ωστόσο, ειδικά επειδή στην περίπτωση του φαγητού η καθημερινή ευθύνη του καθενός μας είναι άμεση, και επειδή τίθεται και ένα θέμα κόστους [με τα «οργανικά» και «βιολογικά» και «ελεύθερης βοσκής» και τα λοιπά, τα οποία είναι απρόσιτα στα χαμηλά εισοδήματα] μπαίνει πάντα το θέμα, τι είναι καλύτερο, φτηνό «κακό» κρέας πέντε φορές την εβδομάδα ή ακριβότερο «καλό» κρέας μία ή δύο φορές? Και άραγε, τελικά, υπάρχει «καλό» κρέας ή οποιαδήποτε επιλογή κρεοφαγίας μας κάνει συνένοχους στην «απάνθρωπη» βιομηχανοποιημένη παραγωγή ζώων? Το ερώτημα παρέμεινε να εκκρεμεί, δεδομένου ότι κανείς μας δεν δήλωσε χορτοφάγος…
Εξ άλλου η «συνενοχή» αυτή δεν αφορά μόνο την ίδια την μαζικής κλίμακας παραγωγή δια βίου βασανιζόμενων ζώων, στην έκταση που ισχύει αυτό κατά τόπους, αλλά και το οικολογικό αποτύπωμα αυτής της πρακτικής, το οποίο, σύμφωνα με το βιβλίο, τουλάχιστον όσον αφορά, για παράδειγμα, την υπερθέρμανση του πλανήτη, είναι μεγαλύτερο στην βιομηχανοποιημένη εκτροφή ζώων παρά σε οποιαδήποτε άλλη συστηματική ανθρώπινη πρακτική. Αφορά ακόμα και την αλλαγή του συνολικού ισοζυγίου της τροφής που παράγεται πάνω στον πλανήτη, αφού όλο και μεγαλύτερες ποσότητες φυτικών τροφών [είτε στην φυσιολογική είτε στη μεταλλαγμένη εκδοχή τους] «αποχαρακτηρίζονται» από τροφές για ανθρώπους και προορίζονται για ζωοτροφές, επιδεινώνοντας το πρόβλημα της ανθρώπινης πείνας και δεσμεύοντας τεράστιες εκτάσεις γης. Και αφορά ακόμα και τις τεράστιες λίμνες περιττωμάτων απ’ όλα αυτά τα έγκλειστα ζώα, που δεν μπορούν να απορροφηθούν από το χώμα, που χύνονται στα νερά, που ακόμα κι αν μπορούσαν ν’ απορροφηθούν θα έβλαπταν μάλλον παρά θα ωφελούσαν (όπως το παλιό καλό λίπασμα της κοπριάς), λόγω της σύστασής τους…
Τέλος, η κουλτούρα του φαγητού, το φαγητό ως ιστορία και ως πολιτισμός ήταν μια διάσταση που συνεχώς επανερχόταν στη συζήτησή μας. Αναρωτηθήκαμε πώς άλλαξαν τόσο γρήγορα και ισοπεδωτικά οι διατροφικές συνήθειες στην Ελλάδα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, πώς φτάσαμε να τρώμε για να τρώμε αντί να τρώμε για να ζήσουμε, πώς το φαγητό σταμάτησε να είναι απλώς τροφή κι έγινε λάιφ στάιλ…
(η σύνοψη από την Κατερίνα Χρυσανθοπούλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου